- μεγαλοπραγμοσύνη
- μεγαλοπραγμοσύνηdisposition to do great thingsfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγαλοπραγμοσύνη — η (Α μεγαλοπραγμοσύνη) [μεγαλοπράγμων] νεοελλ. 1. η ενασχόληση με μεγάλα, με σπουδαία έργα 2. η επιδίωξη μεγάλων πραγμάτων αρχ. η διάθεση για μεγάλα έργα … Dictionary of Greek
μεγαλοπραγμοσύνη — η η απασχόληση με μεγάλα και σημαντικά πράγματα: Η μεγαλοπραγμοσύνη του τον έκανε αγαπητό σε όλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεγαλοπραγμοσύνην — μεγαλοπραγμοσύνη disposition to do great things fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)